Wednesday 6 June 2012

Monday 4 June 2012

η χαμενη, τα χαμενα.

Την πρωτη μερα την περναω με ενα πολυωρο πρωινο-κουβεντα με τη μαμα και το μπαμπα, εναν πολυωρο καφε με τη θεια, και υπνους πολυωρους. τον τελευταιο καιρο, οταν ερχομαι, η πιεση ειναι ολοενα κι πιο αυξημενη. κουραση απο τη δουλεια (οσο πιο πολυ το αγχος τοσο πιο πολυ δουλευω, σταθερο το καταφυγιο). αλλα πιο πολυ απο την κουραση, ο φοβος για το τι αλλο παλι εκει θα αντικρυσω. τη δευτερη μερα, οχυρωμενη και αναθαρυμμενη, ξεμυτιζω πιο σιγουρεμενα απο το σπιτι. ο καλοκαιρινος πια ηλιος που με ζεσταινει και ο αττικος ουρανος (αυτο το μοναδικο στον κοσμο ουρανι γαλαζιο)διαψευδουνε ολους τους φοβους. αρκει βεβαια να κραταω τα ματια σου πολυ πιο ψηλα απο το παραπετασμα του δρομου οπου περπατω, πιο εξω απο τις βιτρινες των ολοενα κια πιο αδειων , εγκαταλελειμμενων μαγαζιων που προσπερναω. αρκει να αποφευγω να αντικρυζω τα σφιγμενα, τρομαγμενα βλεμματα των περαστικων. Στο Rosebud, ο καστανος πιτσιρικας θαναι περιου 2 1/2 χρονων. εχει αφησει στο τραπεζι το μπαμπα του στην ησυχια του, να μιλα ανενοχλητος με το φιλο του, και αυτος παιζει μονος του κοβοντας γυρους σε τροχια συγκεκριμενη, με κεντρο το τραπεζι. με την κορη του ματιου μου τον παρακολουθω για πολλη ωρα, κι αναρωτιεμαι ποτε θα φωναξει, για να τραβηξει την προσοχη, η αν θα βαρεθει. αυτος ομως ειναι για ωρα πολλη, πολυ ευχαριστημενος μονος με τους γυρους του. καποιες φορες σηκωνει τα ματια του να κυτταξει τα τρια διακοσμητικα παραθυρα που εχει το ταβανι, καποιες αλλες φορες κοντοστεκεται διπλα σε εναν θαμωνα που διαβαζει την εφημεριδα του στη μπαρα και τον παρατηρει, αλλα δεν τον ενοχλει. μετα απο κανενα μιασωρο ο μπαμπας του σηκωνεται, χαιρετα, και τον παιρνει προς την εισοδο να φυγουν. ο μπομπιρας σηκωνει τα ματια στο ταβανι, και κυττωντας καθε παραθυρο ξεχωριστα λεει δυνατα, γελαστα, πολυ ευγενικα - "γεια σας, γεια σας, γεια σας". (γελαω μονη μου μετα, ωρα πολυ. τρυφερο το γελιο. την αναγνωριζω αυτη την αναγκη να χαιρετας εμψυχα γα σενα μερη η πραγματα που για καποιο λογο, για καποιο χρονο επιλεγεις να σε συντροφευουν). κατεβαινω το δρομο της Σονιας προς την Αλεξανδρας. ειναι για μενα σπιτι μου αυτη η γειτονιτσα, οπου μεγαλωσαν η μητερα μου και η θεια μου, οπου ερχομουνα στα παιδικα μου χρονια επισκεψη απο τη Θεσσαλονικη, οπου γυρναω τοσα χρονια πισω επισκεψη, οσα χρονια λειπω. ξερω τον φωτογραφο - ολη η οικογενεια εχει σε υψηλη εκτιμηση την ικανοτητα του για ρεαλιστικες, κολακευρτικες φωτογραφιες, τον ινδο ραφτη που εχει επιδιορθωσει τσαντες, παντοφλες κι οτι αλλο ραβεται. ειναι γνωστες φυσιογνωμιες οι ρομα που απλωνουνε στην απεναντι ταρατσα τα χαλια που εμπορευονται. ξερω την οικογενειακη κατασταση της κομμωτριας που με χτενιζει, στο καφενειο που προσπερνω καθονται αγνωστοι μου, γνωστοι ομως του πατερα μου. την επομενη μερα, η κομμωτρια μου θα μου πει πως βουηξε χτες το βραδυ η γειτονια. 9.30 το βραδυ, μια ψηλη, λεπτοκαμωμενη κοπελλα με μακρυ κοκκινο φορεμα, της αρπαξανε την τσαντα απο το χερι διπλα στα γεματα τραπεζακια εξω του καφενειου. ενα μηχανακι με δυο αναβατες. ητανε σκουρο φουξια κι οχι κοκκινο το φορεμα, της λεω. η τσαντα ητανε απο σπαγγο. πλεγμενη στο χερι με το βελονακι απο τη γιαγια, που δεν ειναι πια εδω για να μου την ξαναφτιαξει. η αισθηση αποριας, εκπληξης οταν αισθανθηκα να μου παιρνουνε την τσαντα απο το χερι, ηταν τοσο απροσδοκητη, αδοκητη, το χερι μου δεν εκανε καμια αντανακλαστικη κινηση για να τη συγκρατησει. ενα δρομο πιο κατω απο το σπιτι των δικων μου. στην περιοχη που συνοψιζει και φυλα τις αναμνησεις και τα ονειρα των παιδικων μου χρονων. το ιδιο βραδυ εκανα μηνυση κατα αγνωστων. δυο κινητα με ολες τις επαφες μου και τις ημερομηνιες γενεθλιων φιλων. 70 ευρω, κλειδια, ταυτοτητα, μια καρτα που ακυρωσα. η τσαντουλα που επλεξε η γιαγια μου, ελεγα και ξαναελεγα στην αστυνομικινα. αισθανομαι τυψεις για το οτι σε καιρο κρισης, εχω την σχετικη πολυτελεια να μην πολυκλαιω τα υλικα αγαθα (ηταν ασφαλισμενα). ειναι ομως οι κλεμμενες αναμνησεις, η χαμενη αθωοτητα της αποδεδειγμενα πια ψευτικης αισθησης οτι υπαρχει εδω ενα καταφυγιο για μενα, που με βασανιζει. την χαμενη πατριδα των παιδικων μου χρονων και των ονειρων μου, δεν την ειχε ασφαλισμενη κανενας για μενα (κι ουτε για κανεναν). μετα πηγα στο magaze, πλαστεια αγιας ειρηνης. με ψαξανε στο σπιτι οι φιλοι που με περιμενανε και ειδαν να αργω. ελα μαξι μας, μη μεινεις αποψε μονη σου να κοιμηθεις με την ταραχη...ειναι πολυ τρυφερο μαγαζι αυτο το magaze, ελεγε η βανα στο τριτο μας ποτο. συμφωνησα μαζι της. ο φιλος της γελασε τρυφερα και τη χαιδεψε στο μαγουλο, ειναι τρυφερη η παρεα των φιλως σου της ειπε. συμφωνησαμε ολοι μας μαζι του. κατα τις 1.30 η ωρα που γυρισα, την πορτα την ανοιξαν - παν και τα κλειδια - μαζι ο μπαμπας και η μαμα. φευγοντας χτες το πρωι, μου επεσε η καρτα επιβιβασης στο αεροδρομιο. μου τη βρηκε καποιος. στον ελεγχο διαβατηριων με πηρανε τα δακρυα. σε μιση ωρα με το που γυρισα, ειχα βεβαια κανονισει την αντικατασταση του κινητου. δεν πα ναναι τρεις μερες εδω αργια, θα μου το στειλουνε με κουριερ στο σπιτι. αγορασα και κατι πορτοκαλοκιτρινα τριανταφυλλα με τα ψωνια της εβδομαδας. κουβαλουσα τις σακουλες στο ησυχο, μουντο ψιλοβροχο και σκεφτομουνα ποσο πιο φτηνο ειναι το λονδινο απο την αθηνα. αναρωτιεμαι αν για αυτα τα προνομια - τεχνολογικα παιχνιδακια που πειθεις τον εαυτο σου πως χρειαζεσαι και ευκολα αποκτας η αντικαθιστας εδω, και μια ψευδαισθηση ασφαλειας οτι ολα σωστα θα λειτουργησουνε- πουλησα την ψυχη μου στο διαβολο, ελεγα χτες στη μαμα στο τηλεφωνο. βλεποντας τα πληθη - κοκκινα μπλε και ασπρα χρωματα τα ρουχα τους, καποιες ψευτικες κορωνες, γραβατες και ακριβα καπελλα, αγγλικες σημαιες - να κατεβαινουν στο ποταμι. μιαστυλιζαρισμενη εικονα ιστοριας που εμενα δεν με αγγιζει κι ουτε με αφορα. απλα, αναρωτιεμαι. (υστερογραφο. το προβλημα στην ελλαδα, ναι, ειναι κυριως πολιτικο. κι ενα κομματι του πολιτικου προβληματος ειναι και το πελατειακο. δεν θα κατεβω να ψηφισω, με το σκεπτικο οτι δεν θα τα λουστω, αρα καλυτερα να αποφασισουνε οι αμεσα ενδιαφερομενοι. αν ψηφιζα θα εριχνα τον ψηφο μου σε αυτον τον ησυχο αριστεριζοντα κυριουλη που δεν πειθει και πολλους. αριστερες ειναι μαλλον οι πεποιθησεις μου, θελω ενα κρατος προνοιας με πολυ υψηλους φορους και προστασια, οχι ασυδοσια, για τον εργαζομενο και τους πολιτες του. αλλα οταν ο πιθανα επομενος πρωθυπουργος που καθρεφτιζει στο ατσαλακωτο, οσο και (στα δικα μου ματια) αλαζονικο, φωτογενες του προσωπο την ελπιδα για ενα μεγαλο κομματι της ελληνικης αριστερας, υποσχεται σαν πρωτη κυβερνητικη πραξη διορισμο καποιων χιλιαδων στο δημοσιο. τι αλλαζει, γμτ μ, δεν ξερω. αλλα ετσι κι αλλοιως, δεν ξερω. δικο σας.)

Saturday 21 April 2012

αποσπασματικα

Η υγρασια μου εσφιγγε το γονατο σα μεγγενη. Η νυχτα μυριζε ομως απροσδιοριστα νυχτερινα λουλουδια (εκεινα που ποτε δεν προσεχεις οταν καιει ο ηλιος) και μυριστικα. Ειναι το περιβολι μου, ειπε ο Α., περνουσαμε εξω απο εναν χορταριασμενο κηπο με μεγαλα δεντρα. Νομιζω καπου ειχε κι ενα μεγαλο κιτρινο φεγγαρι, αλλα η μνημη μου βαζει συχνα παραταιρες εικονες τη μια πανω στην αλλη. Περπατησαμε ωρα αρκετη. Οταν φτασαμε στον προορισμο μας, αθελα μου αρχισα να βριζω. Καποιος δρομος που δεν περιμενα με δικη μου επιλογη να ξαναεπισκεφθω, σιγουρα οχι τοσο συντομα τουλαχιστον. Αμα το μαθει ο Ζ ποιος τον ακουει, ειπα, δεν θα το μαθει, να φροντισεις να μην το μαθει, μου ειπε αυστηρα η Β. Ο-ξεχασα ηδη τ'ονομα του- με πηρε και μπηκαμε στην εκκλησια. Ειχε πολυ κοσμο. Απλωνα σαν παιδι το χερι μου στο μανικι του να πιαστω, να μη χαθω η τον χασω μεσα στο πληθος. Ο τρουλος ητανε ολος γαλαζιος, το ημιφως με τα κερια ειχε μια θαλασια αποχρωση, σαν κατι γαλαζοπρασινα νερα που συναντας αμα εισαι τυχερος στις παραλιες, συγκεκριμενες μονο ωρες του πρωινου. (Σιγουρα οχι μονο τοτε. Αδυναμια κι αυτη να περικοψω τις λυρικοσυναιασθηματικες εξαρσεις. Λες κι εχουνε/ειχανε καποιο οποιο νοημα). Γυρισαμε πισω απο τον ιδιο δρομο. Το τραπεζι θυμιζε μυστικο δειπνο, αν εξαιρουσαμε την αφθονια. Ο-ξεχασα ηδη τ'ονομα του- μ'επιασε να κυτταζω τα δακτυλα του. Μακρια και αρκετα χοντρα, ενα νυχι ητανε μαυρο, ητανε δακτυλα χειρωνακτα. Μου χαμογελασε σχεδον συνωμοτικα, σαν μοιραζομασταν καποιο μυστικο που ομως αγνοω. Ο φιλος του καθοτανε διπλα μου. Ενα χρονο πριν, μεγαλη Παρασκευη, ειχε ερθει μονος του στον επιταφιο. Ο Α θυμαμαι ειχε πει τοτε πως παλι ειχανε τσακωθει (και πως μετα γλυκα θα τα ξαναβρισκαν, κολπα κι αυτα να μην βαριεσαι τον συνκρεβατο σου αμα καπως εχεις μεγαλωσει, ειχε υποοννοησει). Επινε πολυ οπως και πριν ενα χρονο. Μετα φαγαμε και το τσουρεκι που ειχε φτιαξει ο-ξεχασα ηδη τ'ονομα του- με 10 αυγα, μαχλεπι και μπολικο ξυσμα λεμονιου. Εκτος απο το ξυσμα λεμονιου (εγω το θελω να μυριζι πορτοκαλι) ηταν ιδιο με τη γευση τη χαμενη των παιδικων μου χρονων. Το ιδανικο τσουρεκι της Θρακιωτισας γιαγιας, στο ξυλινο σεντουκι με τα τσουριεκια, μεσα στο κελλαρι. Οταν εφυγα η Β μου εδωσε δωρο ενα μπουκετο πολυχρωμα χαρτινα λουλουδια που φωτιζονται απο ενα κρυμμενο λαμπακι - ψυγειου ειπε η Δ. ................... το τσουρεκι μου επεσε βαρυ στο στομαχι την αλλη μερα. οι φιλοι οχι. ................... Μια βδομαδα πριν. Ο Τ αρχισε να κατεβαινει σκαλι σκαλι την κυλιομενη που ανεβαινε, για να ευθυγραμμιστει για λιγο μαζι μου. Εγω κατεβαινα απο την αλλη μερια την αλλη κυλιομενη. Δεν τα καταφεραμε να βρεθουμε στη Βοστωνη - ειδα αργα το μαιηλ του, μετα τον βγαλανε εξω αυρον καποιοι αλλοι που δεν ηξερα το πρωτο βραδυ, τα αλλα τρεχαμε κι οι δυο μεχρι αργα. Το συνεδριο πηγε πολυ καλα, πρεπει να χαιρεσαι μου ειπε - ναι, βεβαια- κριμα που δεν τα ειπαμε - θα τα πουμε σε 3 βδομαδες στο Λονδινο- γεια, καλη επιστροφη- καλο ταξιδι. Συνεχισαμε την πορεια μας σε διαφορετικες κατευθυνσεις. ................... Δεσποινουλα, δεν καταφερα να σου πω ποση πολυ αγωνια περασα με την επεμβαση σου. Τοση που ακομα και σε μενα μου εκανε εκπληξη. ειμαι ψυχραιμος αλλα τελικα οχι ψυχροαιμος ανθρωπος. με ρουφηξε πολυ μεσα (μου) ολη αυτη η ιστορια. νασαι καλα, τοσο συγκροτημενη δυναμη και αισιοδοξια, μου εδινες δυναμη και μονο να σε παρατηρω γλυκια μου. απο τα 18 σε ξερω, κατι τετοιο βεβαια περιμενα, αλλα παλι. και ναναι καλα κι ολοι αυτοι του συναφιου μου που σε βοηθησαν. μεσα σε μια χωρα που ? ( το ερωτηματικο το πιο καλοσυνατο υποκαταστατο για ο,τι με κανουνε να σκεφτομαι τα τεκταινομενα), καποιοι ανθρωποι παραγουνε ακομα σωστο και ουσιαστικο εργο, χωρις φανφαρες και τυμπανοκρουσιες. κι οταν τους ελεγα ευχαριστω, μου λεγανε πως κανανε απλα τη δουλεια τους. Η ζωη εντονα χρωματισμενη σε αποδοση μη τεχνικολορ. (Το πραγματικο αιμα ειναι αλλωστε πυκνο, σχεδον παχυρρευστο κι αντιθετα με το πραγματικο λιπος δεν γυαλιζει). ................... κι ετσι, με αυτα και με αλλα, ολοενα και μικραινουνε σε διαμετρο οι κυκλοι που γραφω, στην αθηνα και αλλου. οταν καποια στιγμη βρεθω στο νοητο κεντρο σκεφτομαι πως ισως θα με ξανασυναντησω. και μετα θα ξαναανοιξουνε, σκεφτομαι, υποπτευομαι, ισως ευχομαι, παλι οι κυκλοι. (παιδες, οσοι το διαβασατε, ευχαριστω και καλως ηλθατε. τα σχολια ομως κλειστα, δεν πολυειμαι -ακομα- στα κοινωνικα μου.)